νοταπηλιωτικός

νοταπηλιωτικός
νοταπηλιωτικός, -ή, -όν (Α) [νοταπηλιώτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοταπηλιώτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοταπηλιωτικόν — νοταπηλιωτικός south easterly masc acc sg νοταπηλιωτικός south easterly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοταπηλιωτικοῦ — νοταπηλιωτικός south easterly masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοταπηλιωτικούς — νοταπηλιωτικός south easterly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοταπηλιωτικῷ — νοταπηλιωτικός south easterly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”